- Θεσπρωτικος
- Θεσπρωτικός3Arst. = Θεοπρωτός
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θεσπρωτικός — ή, ό (ΑΜ θεσπρωτικός, ή, όν) αυτός που ήκει ή αναφέρεται στους Θεσπρωτούς ή στη Θεσπρωτία … Dictionary of Greek